γλωσσάριο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από στίχοι
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 00:00, 1 Ιανουαρίου 1970

Η παρακάτω λίστα περιέχει λέξεις που χρησιμοποιούνταν στα ρεμπέτικα τραγούδια και οι οποίες δεν είναι συνηθισμένες στη σημερινή καθομιλουμένη.

Α

  • Ανθίζουμαι - αντιλαμβάνομαι.
  • Αντάμης - παλικάρι, άντρας. Και το επίθετο αντάμικο σε ουδέτερο γένος συνήθως και πάντα για άψυχα αντικείμενα.
  • Αργιλές η ναργιλές - σκεύος , συνήθως γυάλινο, ενίοτε χρήσιμο για το φουμάρισμα χασισιού.<ref name="Σχορέλης_Α">Τάσος Σχορέλης - «Ανθολογία ρεμπέτικου τραγουδιού» (Τόμος Α') (Εκδόσεις Πλέθρον, 1977)</ref> Βασικό και πάγιο "καύσιμο" του ναργιλέ ο καπνός σε μορφή τουμπεκί.
  • Ατσίδα - Έξυπνος, οξυδερκής

Β

  • Βαρύς - Σοβαρός
  • Βούρ! - Επιφώνημα ενθαρρυντικό

Γ

  • Γιατάκι - Κρεββάτι, κρησφύγετο
  • Γιατρός - Το ποσό της δωροδοκίας
  • Γκότης - Χωροφύλακας, φρουρός, νυχτοφύλακας
  • Γουργούς - Ναργιλές

Δ

  • Δάσκαλος - Αστυνομικός
  • Δικηγόρος - Κοκκαΐνη
  • Διπλωτής - Ο ένας από τους δύο μανιταρτζήδες (βλέπε Μανιτάρι)

Ε

Ζ

  • ζούλα – λαθραία, χωρίς να αντιληφθεί κάποιος τρίτος, ύπουλα<ref name="Σχορέλης_Α"/>

Η

Θ

  • Θανάσης - Ναργιλές
  • Θεριακλής - Μανιώδης καπνιστής ή χασισομανής κλπ.

Ι

Κ

  • Καρδερίνα - Επιφώνημα: φυλάξου
  • Καρσιλαμάς - Είδος κλεψιάς: Ο κλέφτης συναντά απότομα το θύμα του, προσποιείται ότι χάνει το βήμα του πότε αριστερά, πότε δεξιά φροντίζοντας να συμπέφτει το παραστράτημα με τα βήματα του θύματος, ενώ ο συνεργάτης του κλέφτη επωφελείται και αδειάζει τις τσέπες του θύματος.
  • Καρσιλαματζής - Ο επιδιδόμενος στον καρσιλαμά
  • Καρφώνω - Προδίνω, σπιουνεύω.
  • Κατσάρια - Παπούτσια κομμένα για να αντικαταστήσουν τις παντόφλες.
  • Κατώγα - Κρατητήριο
  • Κογιονάρω - ??
  • Κοζάρω - Κοιτάζω
  • Κούκος - Νυχτοφύλακας
  • Κουκουβάγια - Νυχτοφύλακας

Λ

  • Λαδιατζής - Κατεργάρης
  • Λάχανο - Πορτοφόλι, και λαχανάδες οι πορτοφολάδες.
  • Λιάρα - Κουβέρτα
  • Λιμοκοντόρος - 1.Μονόδραχμο 2.Ο κόντες του λιμού, δηλαδή αυτός που ενώ δεν έχει να φάει προσέχει την εμφάνισή του και συμπεριφέρεται σαν να έχει χρήματα ή/και ως μάγκας.Πρότυπο:Πηγή
  • Λιούρα - Λίρα
  • Λιμά - Τα μικρά χαρτιά στο πόκερ με τα οποία δεν κερδίζεις Πρότυπο:Πηγή

Μ

  • Μαχμουρλής - (τουρκ. mahmur) Αγουροξυπνημένος, δίχως κέφι, που δεν κάπνισε ακόμη.
  • Μανίτα - Απάτη, παγίδα
  • Μανιτάρι - Είδος κλεψιάς, όπου ο μανιταρτζής αφήνει να του πέσει το πορτοφόλι για να το βρει το κορόιδο. Μ' αυτό τομ τρόπο, ξεμοναχιάζεται το θύμα από τον συνεργάτη του μανιταρτζή.
  • Μάπας - Ο αργιλές
  • Μάπες - Τα χρυσαφικά
  • Μαυρομύτα - Πέννα
  • Μαύρο ή μαυράκι - το χασίσι<ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • Μαύρος - Ο αστυνομικός
  • Μελάνη - Στάχτη στα μάτια, παραπλάνηση.
  • Μπατιρίζω – Χάνω τα λεφτά μου, καταστρέφομαι<ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • Μπαγιόκο - Κομπόδεμα
  • Μπιρ Αλλάχ – ζήτω ο Αλλάχ, δόξα στον Αλλάχ<ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • Μπουφετζης – αυτός που εξυπηρετεί τους πελάτες του «μπουφέ», εκεί που προσφέρονται ναρκωτικά και ποτά<ref name="Σχορέλης_Α"/>

Ν

  • νταλγκαδάκι – στεναχώρια από ερωτική απογοήτευση<ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • νταλγκάς – (τουρκ. dalga =κύμα, τρικλοποδιά) ερωτικός καημός<ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • ντουμάνι – ασφυκτική ατμόσφαιρα από καπνούς<ref name="Σχορέλης_Α"/>

Ξ

Ο

Π

  • πολιτσμάνοι ή μολυσμάνοι - αστυνομικοί, αστυφύλακες<ref name="Σχορέλης_Α"/>

Ρ

  • ρεφάρω – ισοφαρίζω, παίρνω πίσω τα χαμένα. Λύνω τα οικονομικά μου προβλήματα<ref name="Σχορέλης_Α"/>

Σ

  • Σαλτάρω – πηδάω<ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • Σκαλέτα - ?? (Στον 'Αμερικάνο' του Σκαρβέλη - "Στη ζούλα κι η σκαλέτα" )
  • Σουπιά - Χαφιές
  • Σπαγγάνι - κλωνάρι, κομμάτι<ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • Σώτος - αυτός που κερδίζει στα τυχερά παιχνίδια (αντ. τέρτσος) {προφορική λαϊκή παράδοση)

Τ

  • τεκές η ντεκές – (τουρκ. tekke ισλαμικό μοναστήρι) τόπος που καπνίζουν χασίσι η παίρνουν διάφορα ναρκωτικά<ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • τέρτσος - αυτός που χάνει στα τυχερά παιχνίδια (αντ. σώτος) {προφορική λαϊκή παράδοση}
  • τζες – κάποιος που δεν εκτιμούμε η δεν υπολογίζουμε, π.χ. ο τζες σου, φυλαχτείτε απ’ τους τζέδες (αστυνομικούς ή τους ρουφιάνους)<ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • τζιμάνι - από το g-man (government man), o έχων εσωτερική πληροφόρηση. Αργότερα πήρε θετική σημασία και χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος είναι καλός πχ. παιδί τζιμάνι=καλό παιδί Πρότυπο:Πηγή
  • τσίλια - η δουλειά του τσιλιαδόρου<ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • τσιλιαδόρος - σκοπός, φρουρός, κάποιος που προσέχει για να ειδοποιήσει στην κατάλληλη στιγμή <ref name="Σχορέλης_Α"/>

Υ

Φ

  • Φουμάρω ή φουμέρνω - καπνίζω <ref name="Σχορέλης_Α"/>

Χ

Ψ

Ω

Παραπομπές

<references/>

Πηγές

  • Τάσος Σχορέλης - «Ανθολογία ρεμπέτικου τραγουδιού» (Τόμος Α') (Εκδόσεις Πλέθρον, 1977)
  • Πέτρος Πικρός - «Τουμπεκί» (Πρώτη έκδοση 1927)