Ξυπνώ και βλέπω σίδερα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
fakk (συζήτηση) (Νέα σελίδα: Ξυπνώ και βλέπω σίδερα στη γη στερεωμένα και μ' αλυσίδες σταυρωτές τα χέρια μου δεμένα και μ' αλυσ...) |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
Ξυπνώ και βλέπω σίδερα στη γη στερεωμένα | Ξυπνώ και βλέπω σίδερα στη γη στερεωμένα | ||
και μ' αλυσίδες σταυρωτές τα χέρια μου δεμένα | και μ' αλυσίδες σταυρωτές τα χέρια μου δεμένα | ||
και μ' αλυσίδες σταυρωτές τα χέρια μου δεμένα. | και μ' αλυσίδες σταυρωτές τα χέρια μου δεμένα. | ||
Πέσαν τα μάνταλα βαριά και σκοτεινιάσαν τα κελιά, | Πέσαν τα μάνταλα βαριά και σκοτεινιάσαν τα κελιά, | ||
πέσαν τα μάνταλα βαριά και σκοτεινιάσαν τα κελιά. | πέσαν τα μάνταλα βαριά και σκοτεινιάσαν τα κελιά. | ||
Με δέσαν χειροπόδαρα σαν τον εγκληματία, | Με δέσαν χειροπόδαρα σαν τον εγκληματία, | ||
στην καταδίκη μου αυτή γυναίκα είν’ αιτία, | στην καταδίκη μου αυτή γυναίκα είν’ αιτία, | ||
στην καταδίκη μου αυτή γυναίκα είν’ αιτία. | στην καταδίκη μου αυτή γυναίκα είν’ αιτία. | ||
Πέσαν τα μάνταλα βαριά και σκοτεινιάσαν τα κελιά. | Πέσαν τα μάνταλα βαριά και σκοτεινιάσαν τα κελιά. | ||
Βροντούν οι αλυσίδες μου, ξυπνώ αλαφιασμένος | |||
Βροντούν οι αλυσίδες μου ξυπνώ αλαφιασμένος | και μόλις πιάσω σίδερα κτυπιέμαι απελπισμένος | ||
και μόλις πιάσω σίδερα κτυπιέμαι απελπισμένος. | |||
και μόλις πιάσω σίδερα | |||
και μόλις πιάσω σίδερα | |||
Βροντούνε βέργες και κλειδιά και σκοτεινιάζουν τα κελιά. | Βροντούνε βέργες και κλειδιά και σκοτεινιάζουν τα κελιά. |
Αναθεώρηση της 00:00, 1 Ιανουαρίου 1970
Ξυπνώ και βλέπω σίδερα στη γη στερεωμένα και μ' αλυσίδες σταυρωτές τα χέρια μου δεμένα και μ' αλυσίδες σταυρωτές τα χέρια μου δεμένα.
Πέσαν τα μάνταλα βαριά και σκοτεινιάσαν τα κελιά, πέσαν τα μάνταλα βαριά και σκοτεινιάσαν τα κελιά.
Με δέσαν χειροπόδαρα σαν τον εγκληματία, στην καταδίκη μου αυτή γυναίκα είν’ αιτία, στην καταδίκη μου αυτή γυναίκα είν’ αιτία.
Πέσαν τα μάνταλα βαριά και σκοτεινιάσαν τα κελιά.
Βροντούν οι αλυσίδες μου, ξυπνώ αλαφιασμένος και μόλις πιάσω σίδερα κτυπιέμαι απελπισμένος και μόλις πιάσω σίδερα κτυπιέμαι απελπισμένος.
Βροντούνε βέργες και κλειδιά και σκοτεινιάζουν τα κελιά.