Ελένη Ζωντοχήρα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από στίχοι
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα: Η Ελένη η ζωντοχήρα με παιδί η κακομοίρα, την παντρεύτηκε ενας γέρος, που ζηλεύει σαν Οθέλλος....)
 
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
 
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
Η Ελένη η ζωντοχήρα
Η Ελένη η ζωντοχήρα
με παιδί η κακομοίρα,
με παιδί η κακομοίρα,
την παντρεύτηκε ενας γέρος,  
την παντρεύτηκε ενας γέρος,  
που ζηλεύει σαν Οθέλλος.
που ζηλεύει σαν Οθέλλος.


Κι η Ελένη αναστενάζει
Κι η Ελένη αναστενάζει
απ'το στόμα φλόγες βγάζει,
απ'το στόμα φλόγες βγάζει,
κρίμα είμαι δεν ταιριάζει,
κρίμα είμαι δεν ταιριάζει,
γέρος να με μαραζιάζει.
γέρος να με μαραζιάζει.


Κι όλο κλαίει η καημένη,
Κι όλο κλαίει η καημένη,
η στρουμπούλα η Ελένη,
η στρουμπούλα η Ελένη,
ο μπακάλης τη λυπάται,  
 
ο μπακάλης τη λυπάται,
 
κάθε μέρα τη θυμάται.
κάθε μέρα τη θυμάται.


Κι ο μανάβης σας περνάει,
Κι ο μανάβης σας περνάει,
στέκει την παρηγοράει,
στέκει την παρηγοράει,
έτσι το'θελε η μοίρα,  
έτσι το'θελε η μοίρα,  
να'σαι Ελένη ζωντοχήρα.
να'σαι Ελένη ζωντοχήρα.


Σαν τ'ακούει το μπαρμπεράκι,
Σαν τ'ακούει το μπαρμπεράκι,
φέρνει κρέμες και κρασάκι,
φέρνει κρέμες και κρασάκι,
έλα'δω βρε Ελενάκι,
έλα'δω βρε Ελενάκι,
να σου σβήσω το μεράκι.
να σου σβήσω το μεράκι.


Τό'μαθε το χασαπάκι
Τό'μαθε το χασαπάκι
και της πάει ένα αρνάκι,
και της πάει ένα αρνάκι,
ψήσε το με το σπανάκι,
ψήσε το με το σπανάκι,
να το φάμε το βραδάκι.
να το φάμε το βραδάκι.


Τότε ο γέρος της Οθέλλος,
Τότε ο γέρος της Οθέλλος,
εκατάλαβε στο τέλος,
εκατάλαβε στο τέλος,
πως η νιά γυναίκα θέλει,
πως η νιά γυναίκα θέλει,
επιδόρπιά και μέλι.
επιδόρπιά και μέλι.


Αυτός θέλει χυλοπίτα,
Αυτός θέλει χυλοπίτα,
λουκουμάδες και παστίτα,
λουκουμάδες και παστίτα,
κι έιναι πιά ευτυχισμένη,
κι έιναι πιά ευτυχισμένη,
η καημένη η Ελένη.
η καημένη η Ελένη.

Τελευταία αναθεώρηση της 15:36, 22 Δεκεμβρίου 2021

Η Ελένη η ζωντοχήρα

με παιδί η κακομοίρα,

την παντρεύτηκε ενας γέρος,

που ζηλεύει σαν Οθέλλος.


Κι η Ελένη αναστενάζει

απ'το στόμα φλόγες βγάζει,

κρίμα είμαι δεν ταιριάζει,

γέρος να με μαραζιάζει.


Κι όλο κλαίει η καημένη,

η στρουμπούλα η Ελένη,

ο μπακάλης τη λυπάται,

κάθε μέρα τη θυμάται.


Κι ο μανάβης σας περνάει,

στέκει την παρηγοράει,

έτσι το'θελε η μοίρα,

να'σαι Ελένη ζωντοχήρα.


Σαν τ'ακούει το μπαρμπεράκι,

φέρνει κρέμες και κρασάκι,

έλα'δω βρε Ελενάκι,

να σου σβήσω το μεράκι.


Τό'μαθε το χασαπάκι

και της πάει ένα αρνάκι,

ψήσε το με το σπανάκι,

να το φάμε το βραδάκι.


Τότε ο γέρος της Οθέλλος,

εκατάλαβε στο τέλος,

πως η νιά γυναίκα θέλει,

επιδόρπιά και μέλι.


Αυτός θέλει χυλοπίτα,

λουκουμάδες και παστίτα,

κι έιναι πιά ευτυχισμένη,

η καημένη η Ελένη.