Μαργαρίτα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Max (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
fakk (συζήτηση) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
Η καημένη, η Μαργαρίτα, να ξεφύγει δεν μπορεί, | Η καημένη, η Μαργαρίτα, να ξεφύγει δεν μπορεί, | ||
πως επάτησε στην πίτα μοναχή της απορεί, | πως επάτησε στην πίτα μοναχή της απορεί, | ||
την επάντρεψ’ η μαμά της με τον πρώην εμπορά της | την επάντρεψ’ η μαμά της με τον πρώην εμπορά της | ||
και της έχει στ’όνομά της προίκα απείραχτη γερή. | και της έχει στ’όνομά της προίκα απείραχτη γερή. | ||
Έχει μια καλή παράγκα, μα δε θέλει να το πει, | Έχει μια καλή παράγκα, μα δε θέλει να το πει, | ||
εκατοπενήντα φράγκα έδωσε για τη σκεπή, | εκατοπενήντα φράγκα έδωσε για τη σκεπή, | ||
έχει όλα τα προικιά της, π’απορεί όποιος τα δει, | έχει όλα τα προικιά της, π’απορεί όποιος τα δει, | ||
ένα τρύπιο μαξιλάρι και μια κούνια για παιδί. | ένα τρύπιο μαξιλάρι και μια κούνια για παιδί. | ||
Στο περίπατο τη βγάζει να ζηλεύει η γειτονιά | Στο περίπατο τη βγάζει να ζηλεύει η γειτονιά | ||
και τα λούσα που της βάζει δεν τα βάζει άλλη καμμιά, | και τα λούσα που της βάζει δεν τα βάζει άλλη καμμιά, | ||
τη βοήθησε η τύχη κι είναι σ’όλα τυχερή, | τη βοήθησε η τύχη κι είναι σ’όλα τυχερή, | ||
πέντε φράγκα έχει πήχυ, το φουστάνι που φορεί. | |||
πέντε φράγκα έχει η πήχυ, το φουστάνι που φορεί. | |||
Κι έτσι τώρα, η Μαργαρίτα, έχει όλα τα καλά, | Κι έτσι τώρα, η Μαργαρίτα, έχει όλα τα καλά, | ||
πάτησε γερά στην πίτα κι έχει και λεφτά πολλά, | πάτησε γερά στην πίτα κι έχει και λεφτά πολλά, | ||
μ’ένα δίφραγκο γυρίζει, πότ’ εδώ και ποτ’ εκεί, | μ’ένα δίφραγκο γυρίζει, πότ’ εδώ και ποτ’ εκεί, | ||
με πενήντα δράμια ρύζι την περνάει την Κυριακή. | με πενήντα δράμια ρύζι την περνάει την Κυριακή. | ||
[[Κατηγορία:συνθέσεις του Στέλιου Χρυσίνη]] | [[Κατηγορία:στιχουργήματα του Στέλιου Χρυσίνη]] | [[Κατηγορία:συνθέσεις του Στέλιου Χρυσίνη]] | [[Κατηγορία:στιχουργήματα του Στέλιου Χρυσίνη]] |
Τελευταία αναθεώρηση της 00:00, 1 Ιανουαρίου 1970
Η καημένη, η Μαργαρίτα, να ξεφύγει δεν μπορεί,
πως επάτησε στην πίτα μοναχή της απορεί,
την επάντρεψ’ η μαμά της με τον πρώην εμπορά της
και της έχει στ’όνομά της προίκα απείραχτη γερή.
Έχει μια καλή παράγκα, μα δε θέλει να το πει,
εκατοπενήντα φράγκα έδωσε για τη σκεπή,
έχει όλα τα προικιά της, π’απορεί όποιος τα δει,
ένα τρύπιο μαξιλάρι και μια κούνια για παιδί.
Στο περίπατο τη βγάζει να ζηλεύει η γειτονιά
και τα λούσα που της βάζει δεν τα βάζει άλλη καμμιά,
τη βοήθησε η τύχη κι είναι σ’όλα τυχερή,
πέντε φράγκα έχει η πήχυ, το φουστάνι που φορεί.
Κι έτσι τώρα, η Μαργαρίτα, έχει όλα τα καλά,
πάτησε γερά στην πίτα κι έχει και λεφτά πολλά,
μ’ένα δίφραγκο γυρίζει, πότ’ εδώ και ποτ’ εκεί,
με πενήντα δράμια ρύζι την περνάει την Κυριακή. |