Η Δέσπω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
fakk (συζήτηση) (Νέα σελίδα: Όταν πήγαινε στην βρύση, το σταμνί της να γιομίσει, με καμάρι το κρατούσε και με χάρη περπατούσε. ...) |
fakk (συζήτηση) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
Όταν πήγαινε στην βρύση, | Όταν πήγαινε στην βρύση, | ||
το σταμνί της να γιομίσει, | το σταμνί της να γιομίσει, | ||
μ ε καμάρι το κρατούσε | |||
και με χάρη περπατούσε. | και με χάρη περπατούσε. | ||
Eίχε γίνει μπιρμπιλιά | |||
κι ένα στόμα για φιλιά | κι ένα στόμα για φιλιά | ||
κι όλοι οι νιοί που την κοιτάζαν, | κι όλοι οι νιοί που την κοιτάζαν, | ||
τρέχανε και την πειράζαν. | τρέχανε και την πειράζαν. | ||
Δέσπω, Δέσπω, Δέσπω το σταμνί σου, | Δέσπω, Δέσπω, Δέσπω το σταμνί σου, | ||
Δέσπω, Δέσπω, το σταμνί σου | Δέσπω, Δέσπω, το σταμνί σου | ||
κράτησέ το πιο καλά, | κράτησέ το πιο καλά, | ||
μη σου πέσει από το χέρι | μη σου πέσει από το χέρι | ||
κι αν θα σπάσει δεν κολλά, | κι αν θα σπάσει δεν κολλά, | ||
μη σου πέσει από το χέρι | μη σου πέσει από το χέρι | ||
γιατί αν σπάσει δεν κολλά. | γιατί αν σπάσει δεν κολλά. | ||
Γέροι, νιοί γι αυτή διψούσαν | Γέροι, νιοί γι αυτή διψούσαν | ||
και τρελά την λαχταρούσαν | και τρελά την λαχταρούσαν | ||
κι είχανε κρυφά μεράκια | κι είχανε κρυφά μεράκια | ||
για της Δέσπως τα χειλάκια. | για της Δέσπως τα χειλάκια. | ||
Κι όσο έριχνε ματιές | Κι όσο έριχνε ματιές | ||
τόσο άναβε φωτιές | τόσο άναβε φωτιές | ||
κι έτσι όλοι διψασμένοι | κι έτσι όλοι διψασμένοι | ||
της φωνάζαν οι καημένοι. | της φωνάζαν οι καημένοι. | ||
Δέσπω, Δέσπω, Δέσπω το σταμνί σου, | Δέσπω, Δέσπω, Δέσπω το σταμνί σου, | ||
Δέσπω, Δέσπω, το σταμνί σου | Δέσπω, Δέσπω, το σταμνί σου | ||
κράτησέ το πιο καλά, | κράτησέ το πιο καλά, | ||
μη σου πέσει από το χέρι | μη σου πέσει από το χέρι | ||
κι αν θα σπάσει δεν κολλά, | κι αν θα σπάσει δεν κολλά, | ||
μη σου πέσει από το χέρι | μη σου πέσει από το χέρι | ||
γιατί αν σπάσει δεν κολλά. | γιατί αν σπάσει δεν κολλά. | ||
[[κατηγορία:συνθέσεις του Παναγιώτη Τούντα]] | |||
[[κατηγορία:στιχουργήματα του Παναγιώτη Τούντα]] |
Τελευταία αναθεώρηση της 00:00, 1 Ιανουαρίου 1970
Όταν πήγαινε στην βρύση,
το σταμνί της να γιομίσει,
μ ε καμάρι το κρατούσε
και με χάρη περπατούσε.
Eίχε γίνει μπιρμπιλιά
κι ένα στόμα για φιλιά
κι όλοι οι νιοί που την κοιτάζαν,
τρέχανε και την πειράζαν.
Δέσπω, Δέσπω, Δέσπω το σταμνί σου,
Δέσπω, Δέσπω, το σταμνί σου
κράτησέ το πιο καλά,
μη σου πέσει από το χέρι
κι αν θα σπάσει δεν κολλά,
μη σου πέσει από το χέρι
γιατί αν σπάσει δεν κολλά.
Γέροι, νιοί γι αυτή διψούσαν
και τρελά την λαχταρούσαν
κι είχανε κρυφά μεράκια
για της Δέσπως τα χειλάκια.
Κι όσο έριχνε ματιές
τόσο άναβε φωτιές
κι έτσι όλοι διψασμένοι
της φωνάζαν οι καημένοι.
Δέσπω, Δέσπω, Δέσπω το σταμνί σου,
Δέσπω, Δέσπω, το σταμνί σου
κράτησέ το πιο καλά,
μη σου πέσει από το χέρι
κι αν θα σπάσει δεν κολλά,
μη σου πέσει από το χέρι
γιατί αν σπάσει δεν κολλά.