Η Μαρίκα η δασκάλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από στίχοι
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα: Η Μαρίκα η δασκάλα πο 'χει σπίτια δυο μεγάλα, το πρωί στις έξι βγαίνει και στην αγορά πηγαίνει, το ...)
 
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
 
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
Η Μαρίκα η δασκάλα πο 'χει σπίτια δυο μεγάλα,
Η Μαρίκα η δασκάλα πο 'χει σπίτια δυο μεγάλα,
το πρωί στις έξι βγαίνει και στην αγορά πηγαίνει,
το πρωί στις έξι βγαίνει και στην αγορά πηγαίνει,
το καλάθι της κρατάει και με όρεξη κοιτάει,
το καλάθι της κρατάει και με όρεξη κοιτάει,
να 'βρει τρυφερό μοσχάρι ή κανένα φρέσκο ψάρι.
να 'βρει τρυφερό μοσχάρι ή κανένα φρέσκο ψάρι.
   
   
Ένας νιος λεβέντης πρώτης, ο ψαράς ο Παναγιώτης,
Ένας νιος λεβέντης πρώτης, ο ψαράς ο Παναγιώτης,
τη δασκάλα τη γνωρίζει και τηνε καλημερίζει,
τη δασκάλα τη γνωρίζει και τηνε καλημερίζει,
έχω δυο λαβράκια φίνα, που 'ρθαν τώρα απ' τη Ραφήνα,
έχω δυο λαβράκια φίνα, που 'ρθαν τώρα απ' τη Ραφήνα,
πάρε το 'να το βράσεις, μια ψαρόσουπα να φτιάξεις.
πάρε το 'να το βράσεις, μια ψαρόσουπα να φτιάξεις.
   
   
Το λαβράκι δε μου κάνει, θέλω ψάρι για τηγάνι
Το λαβράκι δε μου κάνει, θέλω ψάρι για τηγάνι
κι αν δεν έβρω παλαμίδα, παίρνω γόπα ή μαρίδα
κι αν δεν έβρω παλαμίδα, παίρνω γόπα ή μαρίδα
κι αν δεν έβρω τέτοια ψάρια, παίρνω μιαν οκά παντζάρια,
 
κι αν δεν έβρω τέτοια ψάρια, παίρνω μια οκά παντζάρια,
 
βάζω και λιγάκι λάδι και μασάω και το βράδυ.
βάζω και λιγάκι λάδι και μασάω και το βράδυ.
   
   
Έτσι κάθε μέρα βγαίνει κι όμως τίποτα δεν παίρνει,
Έτσι κάθε μέρα βγαίνει κι όμως τίποτα δεν παίρνει,
η τσιγκούνα η δασκάλα πο 'χει σπίτια δυο μεγάλα,
η τσιγκούνα η δασκάλα πο 'χει σπίτια δυο μεγάλα,
κάθε τρυφερό τσ' αρέσει, μα φοβάται να ξοδέψει
κάθε τρυφερό τσ' αρέσει, μα φοβάται να ξοδέψει
κι έτσι απ' την τσιγκουνιά της μένει άδεια η κοιλιά της.
κι έτσι απ' την τσιγκουνιά της μένει άδεια η κοιλιά της.
[[Κατηγορία:συνθέσεις του Παναγιώτη Τούντα]] | [[Κατηγορία: στιχουργήματα του Παναγιώτη Τούντα]]

Τελευταία αναθεώρηση της 00:00, 1 Ιανουαρίου 1970

Η Μαρίκα η δασκάλα πο 'χει σπίτια δυο μεγάλα,

το πρωί στις έξι βγαίνει και στην αγορά πηγαίνει,

το καλάθι της κρατάει και με όρεξη κοιτάει,

να 'βρει τρυφερό μοσχάρι ή κανένα φρέσκο ψάρι.


Ένας νιος λεβέντης πρώτης, ο ψαράς ο Παναγιώτης,

τη δασκάλα τη γνωρίζει και τηνε καλημερίζει,

έχω δυο λαβράκια φίνα, που 'ρθαν τώρα απ' τη Ραφήνα,

πάρε το 'να το βράσεις, μια ψαρόσουπα να φτιάξεις.


Το λαβράκι δε μου κάνει, θέλω ψάρι για τηγάνι

κι αν δεν έβρω παλαμίδα, παίρνω γόπα ή μαρίδα

κι αν δεν έβρω τέτοια ψάρια, παίρνω μια οκά παντζάρια,

βάζω και λιγάκι λάδι και μασάω και το βράδυ.


Έτσι κάθε μέρα βγαίνει κι όμως τίποτα δεν παίρνει,

η τσιγκούνα η δασκάλα πο 'χει σπίτια δυο μεγάλα,

κάθε τρυφερό τσ' αρέσει, μα φοβάται να ξοδέψει

κι έτσι απ' την τσιγκουνιά της μένει άδεια η κοιλιά της. |